ομφαλοσκοπία

ομφαλοσκοπία
η [ομφαλοσκόπος]
1. ομφαλομαντεία
2. τρόπος με τον οποίο κατορθώνει κάποιος να έλθει σε έκσταση κοιτάζοντας εντατικά και για πολλή ώρα τον ομφαλό του
3. μτφ. μοιρολατρική αδράνεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ομφαλοσκοπία — η 1. ο τρόπος με τον οποίο φτάνει κανείς σε έκσταση κοιτάζοντας για πολλή ώρα τον ομφαλό του. 2. μτφ., μοιρολατρία, αδράνεια, έλλειψη δραστηριότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ομφαλοσκοπώ — ομφαλοσκόπησα, είμαι ομφαλοσκόπος, ασχολούμαι με την ομφαλοσκοπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ομφαλοσκόπος — ο 1. αυτός που επιδίδεται στην ομφαλοσκοπία. 2. μτφ., μοιρολάτρης, αδρανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”